Σύμφωνα με δημοσίευμα
του ΕΘΝΟΥΣ στις 10/6/2016, για το θέμα των ομαδικών απολύσεων υπάρχει εισήγηση
του Γενικού Εισαγγελέα του Ευρωδικαστηρίου Nils
Wahl, που σε περίπτωση που γίνει δεκτή, ανοίγει ουσιαστικά ο δρόμος για
σταδιακή απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων.
Η πρόταση του παραπάνω εισαγγελέα
αφορά την προσφυγή της ΑΓΕΤ, το 2013 στο δικαστήριο της Ένωσης υπό τον πολυεθνικό όμιλο
Lafarge (γαλλικών συμφερόντων) που ζητούσε να ακυρωθεί η προ
3ετίας άρνηση του υπουργού Εργασίας να εγκρίνει ομαδικές απολύσεις εν όψει του
«λουκέτου» που θα έμπαινε στο εργοστάσιο τσιμέντων Χαλκίδας, λόγω της μεγάλης
πτώσης της κατασκευαστικής δραστηριότητας στην Αττική που έφερε η κρίση.
Του Δημ. Κρίτσανου. Δικηγόρου
Όμως τυχόν αποδοχή της πρότασης του εισαγγελέα αφορά πολλούς και μεγάλους ομίλους που τρίβουν τα χέρια τους για απελευθέρωση των ορίων των ομαδικών απολύσεων αφού πλέον δεν θα υπάρχει ποσοστό μηνιαίων απολύσεων και ανάμειξη του κράτους όπως γίνεται μέχρι σήμερα με την λήψη διοικητικής έγκρισης από μέρους του εργοδότη πριν από την έναρξη ομαδικών απολύσεων
Ο εισαγγελέας τονίζει ότι είναι αντίθετη στη Συνθήκη της ΕΕ για την ελευθερία εγκατάστασης και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και σε κάθε περίπτωση αντίθετη προς το ενωσιακό δίκαιο, η νομοθεσία της Ελλάδος για τις ομαδικές απολύσεις (Ν.1387/1983) έστω και αν η Ελλάδα, διέρχεται από οξεία οικονομική κρίση με πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας ...διότι η προηγούμενη έγκριση των ομαδικών απολύσεων από τον υπουργό αποτελεί περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης και της άσκησης της επιχειρηματικής ελευθερίας, που συμπεριλαμβάνει την ελευθερία άσκησης οικονομικής ή εμπορικής δραστηριότητας, την ελευθερία των συμβάσεων, τον ελεύθερο ανταγωνισμό, γιατί το κράτος δεν μπορεί να αποφασίζει καλύτερα από τη διοίκηση της επιχείρησης τι είναι καταλληλότερο για την κατάστασή της και θεωρεί απρόσφορο για την προστασία των εργαζομένων το να μπορεί μια διοικητική αρχή (υπουργός, νομάρχης) να ανατρέπει τις επιχειρηματικές αποφάσεις, που τελικά λαμβάνονται από την εργοδοσία.
Ο εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι η
οδηγία 98/59 προέβλεψε έναν συμβιβασμό με διαδικασία προστατευτική μέσω διαβούλευσης
εργοδοτών - εργαζομένων, η οποία όμως δεν επηρεάζει το δικαίωμα του εργοδότη να
αναδιοργανώνει την επιχείρηση ενώ «η μονομερής επιβολή πρόσθετων
υποχρεώσεων στους εργοδότες (όπως έγινε
στην ελληνική νομοθεσία), με αποτέλεσμα να μην έχουν οι εργαζόμενοι κίνητρο
να μετάσχουν στις διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες, χωρίς να προβλέπονται
αντισταθμιστικοί μηχανισμοί προστασίας που να λαμβάνουν υπόψη την κατάσταση των
εργοδοτών, δημιουργεί κίνδυνο διατάραξης της ισορροπίας από τη σκοπιά της
διάταξης της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ (για την ελευθερία εγκατάστασης) και
του Χάρτη».
«Για να είναι πραγματικά
αποτελεσματική αυτή η ελευθερία» -συνεχίζει- «πρέπει να παρέχει στους διασυνοριακούς οικονομικούς ομίλους το
δικαίωμα να συρρικνώνουν και τελικά να κλείνουν τις εγκαταστάσεις τους σε ένα
κράτος-μέλος» άσχετα από την οξύτητα της οικονομικής κρίσης και τα υψηλά
ποσοστά ανεργίας που δεν μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμό στην ελευθερία
εγκατάστασης και στην επιχειρηματική ελευθερία,
Ο Εισαγγελέας δέχεται ουσιαστικά την
θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δέχεται ότι «σε περιόδους κρίσης, είναι εξίσου σημαντικό να μειωθεί το σύνολο των
παραγόντων που αποθαρρύνουν τις νέες επιχειρήσεις από το να πραγματοποιούν
επενδύσεις».
«Αυτός, υποθέτω, είναι και ο λόγος για
τον οποίο η Ελλάδα» -συμπεραίνει- «δέχθηκε ως προϋπόθεση για την οικονομική
βοήθεια που παρέχεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας να προχωρήσει σε
αυστηρή επανεξέταση και εκσυγχρονισμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων, των
εργατικών κινητοποιήσεων και -σύμφωνα με
την οικεία οδηγία και βέλτιστη πρακτική της Ένωσης- των ομαδικών απολύσεων,
βάσει του χρονοδιαγράμματος και της προσέγγισης, που συμφωνήθηκαν με τους
θεσμούς. Κατόπιν της επανεξέτασης αυτής, οι πολιτικές για την αγορά εργασίας
πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τις ευρωπαϊκές και βέλτιστες πρακτικές, θα πρέπει
δε να μη συνεπάγονται την επιστροφή σε παλαιότερα πλαίσια πολιτικής ασύμβατα με
τους στόχους της προώθησης βιώσιμης ανάπτυξης, χωρίς αποκλεισμούς»... Κατόπιν αυτών ο εισαγγελέας δέχεται
ότι η σχετική ελληνική εθνική νομοθεσία εμφανίζεται αντίθετη προς την Κοινοτική
Οδηγία
Και όλα αυτά παρότι, επί προηγούμενων
κυβερνήσεων, (Σαμαρά - Βενιζέλου) υπήρξε ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Συμβούλιου Εργασίας της 22 Ιανουαρίου 2014 με θέμα ημερήσιας
διάταξης «Καθορισμός του περιεχομένου των φακέλων υποβολής στο ΑΣΕ από τους
εργοδότες για τη διαμόρφωση από αυτό ασφαλούς και τεκμηριωμένης γνώμης κατά τη
διαδικασία εξέτασης αιτημάτων για ομαδικές απολύσεις (Ν.1387/1983, όπως ισχύει και Οδηγία 98/59/ΕΚ)» θέτοντας θέσει το
νέο πλαίσιο για τα μέτρα προστασίας των εργαζομένων, ενώ προβλέπει τη
γνωμοδότηση ειδικής επιτροπής που θα λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα για την
εφαρμογή του.
Ωστόσο η επαναφορά του ζητήματος
είναι περίεργη αφού έχει απασχολήσει το ΔΕΚ μετά την εκδίκαση στις 26 Οκτωβρίου
2006 της υπόθεσης C- 270/05 (Αθηναική Χαρτοποιία) κατόπιν
του προδικαστικού ερωτήματος που απηύθυνε στο Δικαστήριο ο Άρειος Πάγος µε την
υπ’ αριθµ. ΟλΑΠ 36/2005 απόφασή του 16 ΕΕργ∆ 2005, 1489 και ήδη έχει κριθεί
από τον Άρειο Πάγο με την έκδοση της με αριθμό 1541/2011 αποφάσεις του.
Η με αριθμό ΑΠ 1541/2011 απόφαση θεώρησε
ότι ο νόμος εναρμονίζεται με την Οδηγία και δεν υπάρχει λόγος προδικαστικής
παραπομπής .
Η απάντηση του δικαστηρίου στο αίτημα
της αναιρεσείουσας ήταν η εξής: «Το
αίτημα αυτό είναι απορριπτέο, καθόσον, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δεν
συντρέχουν οι προς τούτο προϋποθέσεις, που τίθενται από το άρθρο 234 της
ΣυνθΕΚ, για “προδικαστική παραπομπή”, δοθέντος ότι τόσο στη διάταξη αυτή όσο
και στην αντίστοιχη της ως άνω Κοινοτικής Οδηγίας, δεν υπάρχει ασάφεια, σχετική με τη
ρύθμιση της επίδικης έννομης σχέσης και, επομένως, δεν ανακύπτει ζήτημα
ερμηνείας της κοινοτικής αυτής διατάξεως» Εξάλλου το ΔΕΕ με την από 7-9- 2006
απόφαση του αποφάνθηκε ότι οι διατάξεις της 75/129 Οδηγίας εφαρμόζονται και
«επί ομαδικών απολύσεων προκαλουμένων από την οριστική διακοπή της λειτουργίας
μιας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, η οποία αποφασίσθηκε οικειοθελώς από τον
εργοδότη και έγινε χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση», «ενώ η
παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο1 παραγρ.2 στοιχ. δ της εν λόγω οδηγίας δεν
δικαιολογεί τη μη εφαρμογή της»…
Απάντηση στα όσα υποστηρίζει ο
Γενικός Εισαγγελέας του Ευρωδικαστηρίου Nils Wahl αποτελούν τα όσα υποστηρίζει
ο καθηγητής Εργατικού Δικαίου Α,
Καζάκος στο άρθρο του «Απολύσεις για οικονομικοτεχνικούς λόγους και
επιχειρηματικός κίνδυνος, Νόμιμοι περιορισμοί των απολύσεων για
οικονομικοτεχνικούς λόγους και δικαστικός έλεγχος, εκδ. Επιθεώρησις Εργατικού
Δικαίου, Τόμος 71ος, 2012, σ.1293 ε.π.»
Ο κ. Καζάκος πιστεύει ότι τόσο το
κράτος όσο και το εργατικό δίκαιο
πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στα δικαιώματα των εργαζομένων, διότι αυτό
επιτάσσεται από το Σύνταγμα (άρθρα 22 παρ.1 και 2), από την έννοια του κοινωνικού
κράτους, που δημιουργεί συνείδηση δικαίου στους πολίτες του και από την
ίδια τη δομή του εργατικού δικαίου που δίδει δικαιώματα στους εργαζομένους
προκειμένου να τους προστατεύσει από την κατάχρηση της εξουσίας εκ μέρους του
εργοδότη. Πιστεύει ότι σήμερα «η
τάση που εκδηλώνεται σε σειρά αποφάσεων των δικαστηρίων αντιμετωπίζει την
επιχειρηματική ελευθερία περίπου σαν ιερή αγελάδα του νομικού μας συστήματος».
Ο έλεγχος της κατάχρησης δικαιώματος δεν είναι επαρκής και συχνά οι
οικονομικοτεχνικοί λόγοι που προβάλλονται δεν έχουν «την αναγκαία πυκνότητα και
βαρύτητα» δεν αναφέρονται «σε επείγουσες ανάγκες της επιχείρησης» και έχουν
ως αποτέλεσμα την «μετακύλιση του επιχειρηματικού κινδύνου» στους εργαζομένους.
Συνέπεια τούτων είναι ότι πλήττεται
η αξία και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου (άρθρο 2 του Συντάγματος), η οποία
κατά την άποψή του Καζάκου τίθεται σε ιεραρχικά ανώτερο επίπεδο προστασίας στο
Σύνταγμα και γενικότερα στην έννομη τάξη σε σχέση με τα «επιχειρηματικά και
κερδοσκοπικά» συμφέροντα του εργοδότη (που προστατεύονται κυρίως από το άρθρο 5
του Συντάγματος). «Ακόμη (όμως) και χωρίς (συνταγματικά) αξιολογική
προτεραιότητα των δικαιωμάτων του εργαζομένου έναντι της επιχειρηματικής
ελευθερίας, η πρακτική εναρμόνιση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων και ελευθεριών
εργαζόμενων και εργοδοτών οδηγεί σε εύλογους περιορισμούς της επιχειρηματικής
ελευθερίας έναντι του δικαιώματος της εργασίας».
Από ότι φαίνεται όμως το ΔΕΚ θα
αντιμετωπίσει ξανά το ζήτημα αυτό, για το αν η Ελληνική νομοθεσία για τις
ομαδικές απολύσεις είναι αντίθετη με το Ευρωπαϊκό δίκαιο, δηλαδή αν είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο η δυνατότητα της
διοικητικής αρχής να μπλοκάρει τις ομαδικές απολύσεις και αν αυτό παραβιάζει ή
όχι την επιχειρηματική ελευθερία.
Φυσικά
ο ισχυρισμός ότι η μέχρι τώρα προστασία , την οποία δεν τόλμησε να παραβιάσει
ούτε η κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου, ότι είναι ένα μέτρο ευνοϊκότερο προς τους εργαζομένους
και προβλέπεται και καλύπτεται από τη δυνατότητα που το άρθρο 5 της Οδηγίας
παρέχει στον εθνικό νομοθέτη να προβλέπει ακριβώς τέτοια ευνοϊκότερα μέτρα, προφανώς θα μπει σε δεύτερη μοίρα προς
όφελος των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.
Βεβαίως οι
θιασώτες της κατάργησης της προστασίας υποστηρίζουν ότι, ναι μεν η Κοινοτική Οδηγία παρέχει στον εθνικό νομοθέτη
τη δυνατότητα να προβλέπει ευνοϊκότερα μέτρα, δεν του παρέχει όμως και τη
δυνατότητα να θεσπίζει μέτρα τα οποία έρχονται σε αντίθεση µε τη λογική και το σύστημα
της Οδηγίας.
Δέχονται
δηλαδή, ότι επιτρέπεται να συμμετέχουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στην
διαδικασία των ομαδικών απολύσεων όχι όμως η διοικητική επέμβαση, γιατί αλλιώς
αντιστρέφουν τις σαφείς επιλογές και προτεραιότητες του κοινοτικού νομοθέτη.
Όπως
ο προαναφερόμενος εισαγγελέας έτσι και πολλοί Έλληνες θεωρητικοί δέχονται ότι η
διάταξη του άρθρου 5 της Οδηγίας 98/59 ΕΚ δεν παρέχει στα κράτη µέλη μια εν
λευκώ εξουσιοδότηση να εισαγάγουν ή να διατηρήσουν σε ισχύ δικά τους μοντέλα ρύθμισης
των σχετικών ζητημάτων όταν τα μοντέλα αυτά διαπνέονται από μια φιλοσοφία
κρατικού παρεμβατισμού ριζικά αντίθετη προς το σκοπό και τη φιλοσοφία της επίμαχης
Οδηγίας που αναθέτει στους κοινωνικούς εταίρους την αναζήτηση λύσεων μέσα από
διαβουλεύσεις.
Βεβαίως στο θέμα των ομαδικών απολύσεων ο κ. Κατρούγκαλος ήταν
κατηγορηματικός λέγοντας ότι δεν πρέπει
να αλλάξει το ποσοστό του 6% για απολύσεις που ισχύει
σήμερα για επιχειρήσεις άνω των 150 ατόμων το μήνα και ότι βασική θέση της
κυβέρνησης είναι η επαναφορά της ισχύος της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης
Εργασίας, θέτοντας ως ζήτημα ο κατώτατος μισθός να είναι αποτέλεσμα κρατικής
παρέμβασης και όχι αποτέλεσμα διαβούλευσης, ενώ υποστηρίζει ότι πρέπει να
παραμείνει η απαγόρευση του lock out που ισχύει με βάση το νόμο θέμα, καθώς και
ότι δεν υπάρχει θέμα μείωσης του 13ου - 14ου μισθού ή κατάργησης των τριετιών
τουλάχιστον έως το 2018.».
Η ορθή αυτή θέση του Υπουργού
Εργασίας, όμως έρχεται σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει ο Γενικός
Εισαγγελέας του Ευρωδικαστηρίου Nils Wahl αλλά και η ΕΕ.
Αν η άποψη αυτή υιοθετηθεί από το ΔΕΚ,
και ενόψει του γεγονότος ότι στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, δεν υπάρχει 13ος και 14ος μισθός, ενώ δεν υπάρχει
αντίστοιχος περιορισμός στις ομαδικές απολύσεις, γίνεται φανερό ότι θα
υποχρεωθεί η Ελληνική Κυβέρνηση να προσαρμόσει την νομοθεσία της, οπότε θα συμβεί
αυτό που λέει ο λαός μας «όταν
ανακατεύεσαι με τα πίτουρα σε τρώνε και οι κότες»
Δημήτριος Κρίτσανος. Δικηγόρος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου