Ο πρόεδρος της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, Ισμαήλ Καραμάν, βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP),
πυροδότησε πρόσφατα άλλον έναν κύκλο αντιπαραθέσεων σχετικά με την εκκοσμίκευση
και τη θέση της θρησκείας στην κοινωνία της Τουρκίας.
Στις 25 Απριλίου, ο Καραμάν
δήλωσε ότι το νέο σύνταγμα θα πρέπει να είναι ένα “θρησκευτικό σύνταγμα”. Κάλεσε να απαλειφθεί η αναφορά στο κοσμικό
κράτος και υποστήριξε ότι το νέο σύνταγμα θα πρέπει να περιλαμβάνει αναφορά
στον Θεό.
Tου Χαλίλ Καραβελί *
Το πρώτο σύνταγμα της Τουρκίας , του 1924, ανέγραφε ότι το Ισλάμ είναι η
“επίσημη θρησκεία του κράτους”, αλλά
αυτή η αναφορά εξαιρέθηκε από το σύνταγμα του 1928. Το 1937, ο κοσμικός
χαρακτήρας του κράτους (“laiklik”)
αναγράφηκε στο σύνταγμα και τα συντάγματα που ακολούθησαν –από το 1961 μέχρι το
1982-- επανέλαβαν ότι η Τουρκία είναι “κοσμική” δημοκρατία.
Ωστόσο, όπως παρατήρησε ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, το τρέχον
σύνταγμα, που διατυπώθηκε το 1982, υπό την αιγίδα της στρατιωτικής χούντας η
οποία είχε πάρει την εξουσία το 1980, δεν είναι ένα αυθεντικά κοσμικό σύνταγμα.
Ο Καραμάν υποστήριξε ακόμη ότι το σημερινό τουρκικό σύνταγμα στην
πραγματικότητα είναι ένα “θρησκευτικό
σύνταγμα”.
Βεβαίως, δεν είναι ουδέτερο απέναντι στη θρησκεία: ο Καραμάν παρατήρησε
ότι το σύνταγμα ορίζει ως επίσημες αργίες τις μουσουλμανικές γιορτές και
επιτάσσει να διδάσκονται τα δόγματα του σουνιτικού
Ισλάμ σε όλο το σχολικό σύστημα.
Πράγματι, το τουρκικό εκπαιδευτικό σύστημα διαπαιδαγώγησε επί χρόνια “ευσεβείς γενιές”. Η εκπαίδευση στο
σουνιτικό Ισλάμ εφαρμόστηκε σταδιακά τη δεκαετία του 1940 και στις δεκαετίες
που ακολούθησαν αυτή του 1960 επεκτάθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα ισλαμικά
διδασκαλεία.
Ο Φατίχ Γιασλί, αριστερός
ακαδημαϊκός, περιγράφει σε πρόσφατο βιβλίο του αυτή την ισλαμοποίηση από ένα
κράτος που επισήμως είναι κοσμικό ως τη “μακροχρόνια
αυτοκτονία της δημοκρατίας”.
Ωστόσο, η δημοκρατία φαίνεται σαν να “αυτοκτονεί” -αποκαθιστώντας την
ισλαμική επιρροή- μόνο εάν θεωρηθεί ότι η κοσμικότητα είναι το μοναδικό κρατικό
συμφέρον της τουρκικής δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα, η φιλοδοξία να
προωθηθεί η καπιταλιστική ανάπτυξη κατείχε πάντα δεσπόζουσα θέση στον κρατικό
σχεδιασμό και η εκκοσμίκευση όπως και η ισλαμοποίηση διαδοχικά λειτούργησαν και
οι δύο ως εργαλείο προς αυτό το σκοπό, ανοίγοντας το δρόμο στον καπιταλισμό.
Μ΄ αυτή την έννοια η εκκοσμίκευση
λειτούργησε μόνο σε μια αρχική φάση. Το Ισλάμ αποκαταστάθηκε , κυρίως στην
εκπαίδευση, διότι – ορθά - εμφανιζόταν ως καταλληλότερο για να εξουδετερώσει
τις αριστερές αμφισβητήσεις της καπιταλιστικής υπεροχής. Η ισλαμοποίηση
διατήρησε τη δύναμη της αστικής τάξης.
Οι Τούρκοι οπαδοί της εκκοσμίκευσης λαθεύουν συνεπώς όταν πιστεύουν ότι
αυτό που συνέβη μετά το θάνατο του Κεμάλ
Ατατούρκ ήταν μια “αντεπανάσταση”.
Επιπτώσεις
Η αρχική ρήξη της Τουρκίας με οτιδήποτε μουσουλμανικό, θρησκευτικά και
πολιτισμικά, από το δίκαιο και την εκπαίδευση μέχρι το αλφάβητο, το ημερολόγιο
και το κάλυμμα της κεφαλής, ήταν μοναδικό παράδειγμα ριζοσπαστισμού στον
μουσουλμανικό κόσμο.
Το γιατί συνέβη χρήζει εξήγησης. Είναι κοινός τόπος το ότι οι
θετικιστικές ιδέες, που πρέσβευαν ότι η θρησκεία ανήκε στο παρελθόν και ότι το
μέλλον ανήκε στην “επιστήμη”, είχαν μεγάλη απήχηση ανάμεσα στους Οθωμανούς
ριζοσπάστες διανοούμενους και στους νεαρούς αξιωματικούς. Οι ιστορικοί
σημειώνουν ότι ο θετικισμός άσκησε αποφασιστική επιρροή στον Ατατούρκ, ο οποίος απεχθανόταν το
Ισλάμ.
Αλλά αυτός ο αντι-ισλαμικός
ριζοσπαστισμός δεν ήταν άσχετος από τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες
της εποχής. Αντιθέτως, ήταν ένας ριζοσπαστισμός που λειτούργησε -αν και για
πολύ μικρό χρονικό διάστημα- με κοινωνικο-οικονομικούς όρους και σ΄ αυτό το πλαίσιο
έγινε δυνατό να υπάρξει.
Αντιστοιχούσε στην αυτοαντίληψη μιας νηπιακής αστικής τάξης. Ο
ριζοσπαστικός του κεμαλικού ρήγματος με την ισλαμική κουλτούρα και θρησκεία
είχε τις ρίζες του στην πολύ ιδιόμορφη γένεση του τουρκικού καπιταλισμού.
Οι πρώιμοι εκσυγχρονιστές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιχείρησαν να ακολουθήσουν την Ευρώπη, αλλά δεν διανοήθηκαν ποτέ ότι αυτό θα απαιτούσε την πλήρη εγκατάλειψη της μουσουλμανικής τους κουλτούρας.
Δεν επιδίωξαν να ενταχθούν στον δυτικό πολιτισμό. Εκείνο που πυροδότησε
τον νέο ριζοσπαστισμό, ο οποίος κήρυττε την πολιτισμική αλλαγή, ήταν η
οικονομική ανάπτυξη που σημειωνόταν κατά τη διάρκεια του τελευταίου οθωμανικού
αιώνα. Αυτοί που πρωτίστως ωφελήθηκαν από την οικονομική μεγέθυνση και την
ενσωμάτωση στην ευρωπαϊκή οικονομία που τροφοδοτούσε αυτή τη μεγέθυνση ήταν οι μη μουσουλμάνοι Οθωμανοί.
Εν τω μεταξύ, οι μουσουλμάνοι έμποροι και επιχειρηματίες είχαν ένα
θεμελιώδες μειονέκτημα, καθώς οι Ευρωπαίοι προτιμούσαν να κάνουν δουλειές με
τους ομοδόξους τους χριστιανούς. Δημιουργήθηκαν
αισθήματα εχθρότητας απέναντι στη μη μουσουλμανική αστική τάξη και στην Ευρώπη,
τροφοδοτώντας μια αντίδραση με μουσουλμανικές αποχρώσεις ανάμεσα στην οθωμανική
κρατική ελίτ και στον μουσουλμανικό πληθυσμό.
Από αυτή την αντίδραση θα ξεπηδούσε ο τουρκικός ισλαμισμός. Όμως, ο τουρκικός ισλαμισμός έδωσε ορμή στον
ριζοσπαστισμό που ήθελε να ξεμπερδεύει με καθετί μουσουλμανικό. Εάν το να είσαι
μουσουλμάνος αποτελούσε εμπόδιο στην επιχειρηματική επιτυχία, στην ενσωμάτωση
στον δυτικό καπιταλισμό, τότε αυτή η ταυτότητα έπρεπε να κρυφτεί, να γίνει
αόρατη.
Η μη μουσουλμανική αστική τάξη εκκαθαρίστηκε σε μεγάλο βαθμό όταν
ιδρύθηκε η τουρκική δημοκρατία και οι πολιτικές τιμωρίας που εφάρμοσε το κράτος
στις δεκαετίες του 1930 και 1940 εξασφάλισαν την τελική εξαφάνιση όσων τμημάτων
της είχαν απομείνει. Ταυτόχρονα όμως, έλαβε χώρα μια πράξη πολιτισμικού “προσηλυτισμού” της τουρκικής αστικής
τάξης: η Τουρκία ήθελε να αποτελέσει μέρος της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων
της Δύσης και συνεπώς η νηπιακή τουρκική αστική τάξη γέμισε το κενό που άφησαν
οι διωχθέντες μη μουσουλμάνοι επιχειρηματίες και υιοθέτησε την κοσμοθεώρηση της
χριστιανικής Δύσης: το δυτικό στιλ κάλυψης της κεφαλής, την Κυριακή ως αργία,
το δυτικό ημερολόγιο, το λατινικό αλφάβητο και άλλες “μεταρρυθμίσεις” που
έρχονταν σε ρήξη με τη μουσουλμανική κουλτούρα και χρησίμευσαν για να δώσουν
ένα μήνυμα στη Δύση.
Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, όλα αυτά ισοδυναμούσαν με μια έκκληση να μη θεωρούνται οι Τούρκοι μουσουλμάνοι.
Ήταν διαβεβαιώσεις προς τη Δύση ότι οι Τούρκοι ήταν τόσο “πολιτισμένοι” όσο
υποτίθεται και οι Δυτικοί και άρα άξιζαν να μοιραστούν τα οφέλη του δυτικού
καπιταλισμού. Ήταν μια εκκεντρική μορφή αστικού ριζοσπαστισμού που γρήγορα
έδωσε τη θέση του στον αστικό συντηρητισμό.
Το 1946, βουλευτές του κυβερνώντος Ρεπουμπλικανικού
Λαϊκού Κόμματος (CHP) για πρώτη φορά πρότειναν στο κοινοβούλιο να
επανεισαχθεί η διδασκαλία των θρησκευτικών στο εκπαιδευτικό σύστημα,
προκειμένου να “εξασφαλιστεί η ηθική
άμυνα απέναντι στην απειλή του κομμουνισμού”. Αυτό έγινε το βασικό
συστατικό του κυρίαρχου συντηρητικού πολιτικού ευαγγελίου που πρέσβευε ότι
έπρεπε η νεολαία να μπολιαστεί ενάντια στις αριστερές ιδέες με την εθνική
τουρκική και τη μουσουλμανική θρησκευτική συνείδηση.
Οι Nicolas Cheviron και Jean-François Pérouse, συγγραφείς
μιας νέας βιογραφίας του προέδρου της Τουρκίας, Erdoğan – Nouveau Père de
la Turquie?, (Ερντογάν, ο νέος
πατερούλης της Τουρκίας;) επισημαίνουν ότι “η πολιτική κοινωνικοποίηση του
Ερντογάν έλαβε χώρα μέσα σ΄ αυτή την ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα –τουρκικής
εκδοχής-- όπου τα λαϊκά θρησκευτικά αισθήματα επιστρατεύτηκαν κατά οποιασδήποτε
μορφής αριστερής δραστηριότητας, και αυτό θα τον επηρέαζε σε όλη του τη
ζωή”.
Αλλά, εντός της ευρύτερης ταξικής σύγκρουσης, υπήρχε και άλλη μια
σύγκρουση που έθετε τις μεγάλες επιχειρήσεις εναντίον των μικρών, και αυτή η
σύγκρουση ήταν που γέννησε το πολιτικό Ισλάμ ως ανεξάρτητο κίνημα εκτός της
παραδοσιακής δεξιάς. Όπως παρατηρεί ο Λεβέντ
Γκιουλτεκίν, πρώην ισλαμιστής, ο τουρκικός ισλαμισμός αναπτύχθηκε σαν μια
αντίδραση στον αποκλεισμό των “ευσεβών” από τα “εμπορικά και πολιτικά
δίκτυα”.
Το κράτος ευνοούσε τις μεγάλες επιχειρήσεις εις βάρος των μικρών στην αγροτική,
θρησκευτικά συντηρητική Ανατολία. Όταν οι απαιτήσεις των τελευταίων για ένα
μεγαλύτερο μερίδιο στην οικονομία δεν εισακούστηκαν, το κόμμα της κυρίαρχης
δεξιάς, υπό τον πρωθυπουργό Σουλεϊμάν
Ντεμιρέλ, διασπάστηκε στα 1969-1970, και ο Νεσμετίν Ερμπακάν ίδρυσε το πρώτο ισλαμικό κόμμα της Τουρκίας.
Αυτό που κυρίως ήταν μια ενδοταξική σύγκρουση μεταξύ δύο μερίδων της
καπιταλιστικής τάξης προσέλαβε μια μορφή “πολιτισμικού πολέμου” ανάμεσα στην
“εκκοσμίκευση” και στο “Ισλάμ”, εφόσον ήταν η εκδυτικισμένη αστική τάξη αυτή
που κατείχε προνομιακή πρόσβαση στο κράτος, ενώ οι “ριγμένοι”, οι
επιχειρηματίες των μικρών πόλεων κατάγονταν από ένα θρησκευτικά πιο συντηρητικό
περιβάλλον.
Η σύγκρουση έφτασε στην κορύφωσή της το 1997, όταν ο στρατός και ο Ντεμιρέλ, που εν τω μεταξύ είχε γίνει
πρόεδρος, ανάγκασαν τον πρωθυπουργό Ν.
Ερμπακάν να παραιτηθεί. Είναι εντυπωσιακό το ότι το κράτος εφάρμοσε μέτρα
για να περιορίσει τη δύναμη του αποκαλούμενου “πράσινου κεφαλαίου”, δηλαδή της ανόδου της θρησκευτικά “ευσεβούς”
αστικής τάξης.
Ωστόσο, για άλλη μια φορά, η δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης
μετέβαλε την κατάσταση, αυτή τη φορά υπέρ της ισλαμοποίησης: οι μικροί
επιχειρηματίες της Ανατολίας είχαν ενταχθεί στην παγκόσμια οικονομία και ως
συνέπεια του ότι οι προηγούμενες διαρθρωτικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των
μεγάλων και των μικρών επιχειρήσεων είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται.
Οι “ισλαμικές” επιχειρήσεις δεν απαιτούσαν πλέον καταφύγιο στην “εθνική”
οικονομία, αλλά λαχταρούσαν προσβάσεις στις παγκόσμιες αγορές και
χρηματοδότηση. Αυτό ήταν το “υλικό” υπόβαθρο της διάσπασης του ισλαμικού
κινήματος: οι “μεταρρυθμιστές” που ίδρυσαν το AKP μιλούσαν για μια επιχειρηματική τάξη που παρέμενε θρησκευτικά
συντηρητική, αλλά γι΄ αυτήν το να υποστηρίζει μια ιδεολογική και θρησκευτική
εχθρότητα προς τις ΗΠΑ και την Ευρώπη δεν είχε κανένα νόημα πλέον.
Ωστόσο, η επιθυμία για φιλικές σχέσεις με τη Δύση δεν σήμαινε ότι η
βασική δυναμική που συντηρούσε την ισλαμοποίηση είχε εξαφανιστεί. Αντιθέτως,
ήταν προς το συμφέρον των επιχειρήσεων -είτε ήταν “εκδυτικισμένες” είτε
“ισλαμικές”-, εφόσον ήθελαν να αποτρέψουν εργατικούς ξεσηκωμούς. Στην
πραγματικότητα, οι “υπέρ του κοσμικού κράτους” βαρόνοι των επιχειρήσεων
έσπευσαν να συσπειρωθούν γύρω από τον Ερντογάν.
Ο Sakıp Sabancı, που
αντιπροσώπευε τις μεγάλες επιχειρήσεις, εξήγησε γιατί η επιχειρηματική
κοινότητα είχε αγκαλιάσει τον Ερντογάν: “Ο Ταγίπ είναι φτιαγμένος από μια πάστα
που συνδυάζει την παράδοση, τα έθιμα και την πνευματικότητα. Είναι κάτι κακό
αυτό; Εάν χρησιμοποιηθούν συνετά, η πνευματικότητα και τα παραδοσιακά έθιμα
είναι πολύ σημαντικά”.
Συμπεράσματα
Η δυναμική της
καπιταλιστικής ανάπτυξης έχει παίξει πολύ πιο βασικό ρόλο στην πορεία της
Τουρκίας από το κοσμικό κράτος στον θρησκευτικό συντηρητισμό –και πριν από αυτό
στη ρήξη του Κεμάλ με το Ισλάμ-- από όσο γενικά αναγνωρίζεται. Στο πλαίσιο του
Ψυχρού Πολέμου, η καπιταλιστική ανάπτυξη και η ισλαμοποίηση συμβάδιζαν, καθώς ο
θρησκευτικός συντηρητισμός εξουδετέρωνε τις αμφισβητήσεις της αριστεράς και των
εργαζομένων.
Σήμερα, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση
προσδίδει ορμητικότητα στην ισλαμοποίηση.
Η διαπαιδαγώγηση “ευσεβών γενεών” -που είναι “παραδοσιακές” και μη εξεγερτικές- είναι ουσιώδης για τη διατήρηση του κοινωνικά καταστροφικού νεοφιλελευθερισμού. Ένα σαφώς “θρησκευτικό” σύνταγμα , το οποίο θα αναφερόταν στον θεό, θα χρησίμευε για να συγκαλύψει ότι εκείνο που βασιλεύει είναι το κεφάλαιο.
Ο Ομέρ Κοτς, πρόεδρος μιας
βιομηχανίας και επιχειρηματικού ομίλου με κορυφαία θέση στην Τουρκία, είπε
πρόσφατα πως ελπίζει ότι οι νέες γενιές θα αναλάβουν την υπεράσπιση της
κοσμικότητας του κράτους. Ωστόσο, η επιβίωση της εκκοσμίκευσης τελικά απαιτεί ότι
θα αμφισβητηθεί η οικονομική τάξη πραγμάτων που βασίζεται στην συνεχιζόμενη
ισλαμοποίηση.
*Αρχισυντάκτης του Turkey Analyst.
Πηγή: http://www.turkeyanalyst.org/publications/turkey-analyst-articles/item/542-turkey%E2%80%99s-journey-from-secularism-to-islamization-a-capitalist-story.html
Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου