Ο κ. Τσίπρας
και οι συν αυτώ, γνώριζαν ότι το δημοψήφισμα που έκαναν, ήταν παράνομο και μπορούσε να
καταπέσει, εάν κάποιος προσέφυγε στα
δικαστήρια, και έθετε παρεμπιπτόντως το ζήτημα του εκτελεστικού νόμου για τη
διεξαγωγή δημοψηφισμάτων δηλαδή του Ν.
4023/2011, που απαιτεί να μεσολαβήσουν τριάντα ημέρες ή ικανός
χρόνος (κατά το άρθρο 12 παρ. 1 Ν. 4023/2011), έτσι ώστε να διεξαχθεί ο
αναγκαίος δημόσιος διάλογος και να συγκροτηθούν, να οργανωθούν και να δράσουν
οι Επιτροπές Υποστήριξης της
μίας και της άλλης πλευράς, προκειμένου να μπορούμε να έχουμε ουσιαστική,
ελεύθερη αλλά και «ενημερωμένη» εκδήλωση της λαϊκής βούλησης (βλ. σχετικά το άρθρο 52 του Συντάγματος).
Ωστόσο πίστευαν ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ΝΑΙ ή το πολύ-πολύ μικρή υπεροχή του ΟΧΙ και γι’ αυτό το τελικό αποτέλεσμα προκάλεσε κατήφεια στο μέγαρο Μαξίμου το ίδιο
βράδυ, όπως αποκάλυψε σε συνέντευξη του και ο Γιάνης Βαρουφάκης.
Και αυτό διότι λίγες ώρες νωρίτερα στην Αθήνα, άνθρωποι που
έχουν νομικές γνώσεις, και ιδιαίτερα οι καθηγητές
Συνταγματικού Δικαίου που βρίσκονται σε περίοπτη θέση μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ τον προειδοποίησαν,
ότι το δημοψήφισμα έρχεται σε αντίθεση
με την λειτουργία της ΕΕ, που είναι δεσμευτικά για όλα τα κρατικά όργανα εν
όψει και του άρθρου 28 του Συντάγματος, ότι υπάρχει αντίθεση με το άρθρο 44 του Συντάγματος αλλά και με την αλλαγή νομίσματος που θα
μπορούσε να οδηγήσει σε βαριές συνέπειες, με Ειδικά Δικαστήρια κ.α.
Μπροστά
σ’αυτό το αδιέξοδο και σε συνέχεια της «σκληρής»
17ωρης διαπραγμάτευσης ήταν αναμενόμενη η υποχώρηση του από το αποτέλεσμα του
δημοψηφίσματος.
Σ’ αυτό συνέβαλαν και οι δηλώσεις του Μπαράκ Ομπάμα, ότι το GREXIT
ήταν κοντά και θα ήταν καταστροφικό, του Βλαντίμιρ
Πούτιν που το συμφέρον της Ρωσίας ήταν να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη,
αλλά και του Ολάντ που (όπως γράφει στο βιβλίο του) του δήλωσε «βοήθησέ με για να σε βοηθήσω» και,
κατά μια άλλη εκδοχή, «πρόσεχε ο Σόιμπλε
σού την έχει στημένη» (για το GREXIT).
Όμως, από τα
παρακάτω προκύπτει ότι ο κ. Τσίπρας και το ΣΥΡΙΖΑ αλλά και οι ΑΝΕΛ γνώριζαν ότι
το δημοψήφισμα αυτό έπασχε, εάν κάποιος προσέφυγε στην δικαιοσύνη.
Κατ’ αρχάς
το Δημοψήφισμα, που είναι μια σημαντική αρμοδιότητα του εκλογικού
σώματος, προκηρύχθηκε σύμφωνα με
το άρθρο 44§2 Σ. Δημοψήφισμα κατά τη διάταξη αυτή μπορεί να προκηρυχθεί:
(α) είτε για «κρίσιμο εθνικό θέμα» (σε αυτή την περίπτωση το δημοψήφισμα
προκηρύσσεται από τον ΠτΔ έπειτα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου
αριθμού των βουλευτών, μετά από σχετική πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου)
(β) είτε για
ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει «σοβαρό κοινωνικό ζήτημα», εκτός από τα
δημοσιονομικά (σε αυτή την περίπτωση το δημοψήφισμα
προκηρύσσεται από τον ΠτΔ έπειτα από απόφαση των 3/5 της Βουλής).
Όμως αν συντρέχει
κρίσιμο ή όχι εθνικό θέμα ή σοβαρό ζήτημα, μετά
τη διενέργεια του δημοψηφίσματος, δεν μπορεί να το κρίνει ούτε ο ΠτΔ ούτε το
Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, γιατί η κρίση ανήκει μόνο στην Κυβέρνηση (εάν πρόκειται για το πρώτο είδος
δημοψηφίσματος) και τελικά και κατά
κύριο λόγο στη Βουλή. Από τη στιγμή που το εκλογικό σώμα είναι το ανώτατο
όργανο του Κράτους, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι δεσμευτικό για τα
υπόλοιπα όργανα του Κράτους.
Έτσι, αν το
ψηφισμένο νομοσχέδιο απορριφθεί από το δημοψήφισμα, αποκλείεται να το ξαναρθεί για
ψήφιση στη βουλή κατά τη διάρκεια της ίδιας βουλευτικής περιόδου. Αν αντίθετα τέτοιο νομοσχέδιο γίνει
δεκτό, τότε αυτό κατ’ αρχήν πρέπει να εφαρμοστεί, τα Δικαστήρια όμως μπορούν να
ελέγξουν αν είναι συνταγματικό το περιεχομένου του.
Τι συνέβη όμως με το δημοψήφισμα
της
5ης Ιουλίου 2015:
α) Κατ’ αρχάς, το δημοψήφισμα αυτό προκηρύχθηκε μεν με
βάση τη διαδικασία που προβλέπει για το πρώτο είδος δημοψηφισμάτων το άρθρο 44
παρ. 2 (πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, απόφαση της Βουλής, προκήρυξη με 93
διάταγμα του ΠτΔ), ωστόσο
δεν τηρήθηκαν ορισμένες από
τις διατάξεις του εκτελεστικού νόμου για τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων = Ν. 4023/2011 και ιδίως επειδή δεν μεσολάβησαν οι τριάντα ημέρες
ή ικανός χρόνος (κατά το άρθρο 12 παρ. 1
Ν. 4023/2011), έτσι ώστε να
διεξαχθεί ο αναγκαίος δημόσιος διάλογος και να συγκροτηθούν, να οργανωθούν και
να δράσουν οι Επιτροπές Υποστήριξης
της μίας και της άλλης πλευράς, προκειμένου να μπορούμε να έχουμε ουσιαστική,
ελεύθερη αλλά και «ενημερωμένη» εκδήλωση της λαϊκής βούλησης (βλ. σχετικά το άρθρο 52 του Συντάγματος,).
β) Επιπλέον το ερώτημα του δημοψηφίσματος, το οποίο αφορούσε το
περιεχόμενο μιας συμφωνίας που πρότεινε η τρόικα ενώ ήμασταν σε διαπραγμάτευση
με τους θεσμούς της ΕΕ, που όμως αποσύρθηκε άμεσα από το
«τραπέζι» των διαπραγματεύσεων πριν ακόμη διεξαχθεί το δημοψήφισμα. Ακόμα
κι αν δεχθούμε ότι η διενέργεια του δημοψηφίσματος μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα είναι οριακά συμβατή με την αρχή
της ελεύθερης εκδήλωσης της λαϊκής βούλησης (άρθρο 52 Σ), ωστόσο ανακύπτει
το εξής πολύ κρίσιμο ζήτημα: Επιλέγοντας
το δημοψήφισμα για το περιεχόμενο μιας διαπραγμάτευσης που ήταν σε εξέλιξη με
την ΕΕ, η Κυβέρνηση έβαζε στο περιθώριο βασικά
δεδομένα του τρόπου λειτουργίας της ΕΕ, που είναι δεσμευτικά για όλα τα κρατικά
όργανα εν όψει και του άρθρου 28 του Συντάγματος.
γ) Από την άλλη πλευρά, θα
μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι, έτσι και αλλιώς η τυχόν αρνητική ψήφος στο δημοψήφισμα δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί, η διεξαγωγή του ήταν ένα απλό μέσο πίεσης προς τους εταίρους, Δηλαδή
η Κυβέρνηση «έκανε εργαλείο της» τον
κορυφαίο δημοκρατικό θεσμό, κάτι που είχε ως αθέλητο έστω αποτέλεσμα να πληγεί
αντί να επιβεβαιωθεί η λαϊκή κυριαρχία.
Γι
αυτό η Κυβέρνηση μετά το ΟΧΙ - κινήθηκε ουσιαστικά αντίθετα προς την θέληση του λαού,
αποδεχόμενη τελικά μια συμφωνία, που ήταν πολύ κοντά στην συμφωνία που
προτείνονταν και απορρίφθηκε από το δημοψήφισμα
- Με βάση τα παραπάνω η πρώτη ενεργοποίηση της
διαδικασίας του άρθρου 44 παρ. 2 του Συντάγματος, ήταν ένα προβληματικό «τζογάρισμα» της συνταγματικής τάξης και
ήδη αποτελεί μια ανησυχητική παρακαταθήκη για το μέλλον.
Η επιλογή
αυτού του προβληματικού τρόπου να καλέσει το λαό να εκφράσει τη βούλησή του μέσα
σε τόσο κρίσιμες συνθήκες, η Κυβέρνηση δεν επιβεβαίωσε την ισχύ της λαϊκής κυριαρχίας
ως θεμέλιο του πολιτεύματος με την ουσιαστική έννοια του τελευταίου, όπως θα
ισχυριστούν συνταγματολόγοι .
Αντιθέτως, όσο είμαστε την Ευρωπαϊκή
Ένωση, η πανηγυρική - συμβολική επιβεβαίωση της λαϊκής κυριαρχίας δεν δικαιώνει
το συνταγματικό νόημά της, διότι σήμερα η λαϊκή κυριαρχία θα πρέπει να
ενεργοποιείται με τρόπο που να είναι σύμφωνο με τη συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ.
Επομένως το δημοψήφισμα, όπως
διενεργήθηκε, ήταν ένα «τέχνασμα» της κυβέρνησης για να εκτονώσει την διάθεση
των πολιτών, και σίγουρα δεν εκπλήρωσε το κανονιστικό νόημα των θεμελιωδών
αρχών του Συντάγματος, δηλαδή την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Αντιθέτως, αν λάβουμε
υπόψη και την στάση της μείζονος αντιπολίτευσης και των παρατρεχάμενών της,
επιβεβαιώνει την άποψη ότι το σύνταγμα πολλές φορές ουσιαστικά χρησιμοποιείται και
ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπηρετεί τα σχέδια και τα συμφέροντα
της άρχουσας τάξης.
Δημήτρης Κρίτσανος
Δικηγόρος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου