Η πορεία της, μόνο προς στην ανάκαμψη δεν οδηγεί, αν λάβουμε
υπόψη τα αποτελέσματα από τις έρευνες του Economic Policy Institute.
Κατά το εν
λόγω ινστιτούτο η «χειρότερη» ανάκαμψη της μεταπολεμικής
εποχής στις ΗΠΑ εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από τις περικοπές στις δημόσιες
δαπάνες.
Όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις, εφαρμόζοντας την λογική της λιτότητας και του περιορισμού του κράτους, έχουν προβεί σε μείωση των δημοσίων δαπανών και σε προσπάθεια κατάργησης ή περιορισμού του κοινωνικού κράτους.
Η δραστική
μείωση των κρατικών πόρων για κοινωνικούς σκοπούς, η προς τα κάτω εξίσωση όλων των παροχών, η λεηλασία του μόχθου των εργαζομένων, οι συνεχόμενες περικοπές των συντάξεων, του ΕΚΑΣ, η συνεχής αύξηση και η συνέχιση επιβολής
του ΕΝΦΙΑ, οι τραυματικές επεμβάσεις στο συνταξιοδοτικό μας καθεστώς, με την αύξηση του χρόνου θεμελίωσης πλήρους
σύνταξης στα 20 έτη (ή 6.000 ΗΑ) από 15 έτη (ή 4.500 ΗΑ), που θα αποκλείσει
τις γυναίκες και τους νέους, από την σύνταξη.
Η χορήγηση πλήρους σύνταξης με 40 χρόνια στο 62ο έτος
ηλικίας ή με 20 χρόνια στο 67ο, η καθιέρωση «εθνικής» σύνταξης πολλών
ταχυτήτων, (20 τον αριθμό) ανάλογα με το ύψος της, η διατήρηση για την εθνική
σύνταξη της εξοντωτικής ποινής (πέναλτι) ύψους 40% για όσους αναγκάζονται ή
αποφασίζουν να εξέλθουν με μειωμένη σύνταξη στο 62ο, ο περιορισμός της προσωρινής
σύνταξης μέχρι του ύψους δύο «εθνικών», δηλαδή 768€, η κατάργηση των κατώτατων
ορίων της σύνταξης που μπορεί να φθάνουν σε 200-300 € μηνιαίως.
Η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων διαδοχικής σύνταξης, και ο
περιορισμός των αναπηρικών συντάξεων, με τις ΚΕΠΑ να αναθεωρούν συνεχώς προς τα
κάτω τα ποσοστά σύνταξης που η ίδια είχε αναγνωρίσει σε αναπήρους σε
προηγούμενες εξετάσεις των, η χορήγηση πλέον αναπηρικών συντάξεων με τέσσερις
(4) κλίμακες (384, 288, 192 και 153€)
ανάλογα με το ποσοστό αναπηρίας, η μείωση των συντάξεων χηρείας και
διαζευγμένων, η παρακράτηση του 60% της σύνταξης σε όσους συνταξιούχους
εργάζονται.
Το πάγωμα των κατώτατων ορίων των συντάξεων μέχρι το 2021, ο
τριπλασιασμός των εισφορών για επιτηδευματίες, επιστήμονες, αγρότες, και πολλά
άλλα μέτρα περιορισμού των κρατικών δαπανών, αντί να βοηθούν στην περαιτέρω
ανάπτυξη της οικονομίας και στην έξοδο από την κρίση, την ανατροφοδοτούν, με
αποτέλεσμα, και αν ακόμη κάποτε έλθει η πολυπόθητη, για το κατεστημένο ανάπτυξη,
μετά τον περιορισμό του δημόσιου τομέα, δεν θα υπάρχει δυνατότητα αύξησης των
δημοσίων δαπανών που θα βοηθήσει στην έξοδο από την κρίση.
Το
επιχείρημα μας αυτό το αντλούμε από την έρευνα που έκανε το Αμερικανικό
ινστιτούτο Economic Policy Institute που
δημοσιεύθηκε στις 2 Αυγούστου 2016 από τον Robert
E. Scott, όπου διαπιστώνεται ότι η Χειρότερη ανάκαμψη της μεταπολεμικής
εποχής εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από τις περικοπές στις δημόσιες δαπάνες.
Ο
δημοσιογράφος Eric Μοράτ σημειώνει
στην Wall Street Journal ότι η
ανάκαμψη από την Μεγάλη Ύφεση είναι ιστορικά αργή. "Από την άποψη της μέσης ετήσιας αύξησης», γράφει, «ο ρυθμός της
ανάκαμψης αυτής ήταν μακράν η πιο αδύναμη από οποιαδήποτε άλλη από το 1949.» Είναι
γεγονός ότι η ιστορικά αδύναμη ανάκαμψη έχει συνοδευτεί από τις ιστορικά βαθιές
περικοπές των κρατικών δαπανών. Κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης, οι αλλαγές
στις κρατικές δαπάνες έχουν ένα «φαινομενικό πολλαπλασιαστή» στην παραγωγή και
το εισόδημα: κάθε δολάριο των πρόσθετων δαπανών αυξάνει και κάθε περικοπή δαπανών
μειώνει το ΑΕΠ κατά πολύ περισσότερο από ένα δολάριο.
Η Μεγάλη Ύφεση του 2008-2009 ήταν η χειρότερη που έχει
καταγραφεί από τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, τόσο από πλευράς
συνολικής μείωση του πραγματικού ΑΕΠ, όσο και της συνολικής αύξησης του
ποσοστού ανεργίας, μεταξύ της προηγούμενης και της επόμενης ανάκαμψης. Η
οικονομία ήταν σε μια πολύ βαθιά κρίση, το 2009, και η ανάκαμψη θα έπρεπε να
συνοδεύεται από σημαντική αύξηση του ΑΕΠ.
Αντ 'αυτού, οι περικοπές των κρατικών δαπανών κατά τα
τελευταία οκτώ χρόνια είχαν ένα ολέθριο, αρνητικό αντίκτυπο στην παραγωγή και
το εισόδημα, καθώς και για τις θέσεις εργασίας και τους μισθούς, η οποία
εξαρτάται από το επίπεδο των δαπανών στην οικονομία. Αν δεν γινόταν
αυτές οι περικοπές, η οικονομία θα είχε ανακτήσει πλήρως τις απώλειες, και θα
υπερέβαινε ή θα κάλυπτε την ανάκτηση που σημειώθηκε στην περίοδο διακυβέρνησης
του Μπους.
Σε παλιότερη έκθεση το ίδιο
Ινστιτούτο Οικονομικής Πολιτικής στις ΗΠΑ (Economic Policy Institute, EPI) επισημαίνει την στασιμότητα
των μισθών στην Αμερική, από τη δεκαετία του 1970. Παρά την αύξηση της
παραγωγικότητας στις ΗΠΑ την περίοδο 1973 - 2014 κατά 72,2% ή 1,33% ανά έτος,
μόνο το 15% από την αύξηση της παραγωγικότητας, με άνοδο 0,22% ανά έτος και
9,2% όλη την περίοδο 1973 - 2014, πέρασε σε ενίσχυση των μισθών,
συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών.
Ο ανά ώρα μέσος μισθός, που αυξήθηκε κατά 0,20% ετησίως και
κατά 8,7% από το 1973 έως το 2014, από τον Ιανουάριο του 2016 μειώθηκε κατά
0,1% (πτώση για πρώτη φορά από το Δεκέμβριο του 2014). («Καθημερινή» 26/3/2016).
Το
ινστιτούτο εστιάζει την δυνατότητα ανάπτυξης της οικονομίας στην εσωτερική
κατανάλωση, με προτροπές για ενίσχυση
της καταναλωτικής ζήτησης, ενώ στην πρόσφατη έρευνα επισημαίνει τις
αρνητικές συνέπειες που έχει στην ανάπτυξη η περικοπή των κοινωνικών δαπανών.
Εάν λάβουμε
υπόψη τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι η Ελλάδα αρμενίζει σε λάθος πορεία, και
οι κυβερνώντες, παρότι το βλέπουν, αδύναμοι και αμήχανοι συνεχίζουν να οδηγούν
το «καράβι» στα βράχια.
Δ. Κρίτσανος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου